- ἐριτίμως
- ἐριτί̱μως , ἐρίτιμοςhighly-prizedadverbialἐριτί̱μως , ἐρίτιμοςhighly-prizedmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερίτιμος — η, ο (AM ἐρίτιμος, ον) 1. (για πράγματα) αυτός που έχει μεγάλη αξία, ο πολύτιμος 2. (για πρόσωπα) εντιμότατος, αξιότιμος αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐρίτιμος είδος ψαριού. επίρρ... ἐριτίμως (Μ) πολύτιμα, με μεγάλη αξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) … Dictionary of Greek